- κοκάλιασμα
- και κοκκάλιασμα, το [κοκαλιάζω]1. η σκλήρυνση, το να γίνει κάτι σκληρό σαν κόκαλο2. ακαμψία.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
κοκάλιασμα — το, ατος 1. σκλήρυνση, κοκάλωμα. 2. ακαμψία των άκρων του ανθρώπινου σώματος … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
κοκάλωμα — και κοκκάλωμα, το [κοκαλώνω] 1. κοκάλιασμα* 2. το να μένει κάποιος άναυδος, εκστατικός, εμβρόντητος … Dictionary of Greek
κρουστάλλιασμα — το [κρουσταλλιάζω] 1. (για υγρό) πάγωμα, πήξη, στερεοποίηση 2. (για μέλη τού σώματος) ψύξη, κοκάλιασμα 3. κρυοπάγημα … Dictionary of Greek
κρουστάλλιασμα — το, ατος πάγωμα, κοκάλιασμα από το κρύο … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)